ἤλιτον

ἤλιτον
ἀλιταίνω
sin
aor ind act 3rd pl (attic epic ionic)
ἀλιταίνω
sin
aor ind act 1st sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλιτήμερος — ἀλιτήμερος, ον (Α) αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ (< θ. ἀλιτ τού αορ. β΄ ἤλιτον τού ρ. ἀλιταίνω) + ημερος < ἡμέρα ο σχηματισμός τού επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος*] …   Dictionary of Greek

  • αλιτήμων — ἀλιτήμων ( ονος), ον (Α) 1. αμαρτωλός, ανόσιος, αλιτήριος 2. απρόσιτος σε παρακλήσεις, αδυσώπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ , θ. αορ. β΄ (ἤλιτον) τού ρημ. ἀλιταίνω*, με επαύξηση η . ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • αλιτοφροσύνη — ἀλιτοφροσύνη, η (Α) ανόσιο φρόνημα, ασέβεια, μωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτόφρων < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόριστος β΄ τού ρ. ἀλιταίνω*) + φρων < φρήν] …   Dictionary of Greek

  • αλιτόμηνος — ἀλιτόμηνος, ον (Α) 1. ο ἠλιτόμηνος* 2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρημ. ἀλιταίνω*) + μηνος < μήν] …   Dictionary of Greek

  • αλιτόξενος — ἀλιτόξενος, ον (Α) αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρήμ. ἀλιταίνω*) + ξένος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”